Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλακτομπούρεκο τα γαλακτομπούρεκα
      γενική του γαλακτομπούρεκου των γαλακτομπούρεκων
    αιτιατική το γαλακτομπούρεκο τα γαλακτομπούρεκα
     κλητική γαλακτομπούρεκο γαλακτομπούρεκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλακτομπούρεκο < σύνθετη λέξη, γάλα + μπουρέκι

χθεσινό γαλακτομπούρεκο < όρος που πρωτοεμφανίστηκε στην ελληνική γλώσσα στο Μαύρο Λιθάρι στις 8/9/2015

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣa.la.ktoˈbu.ɾe.ko/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
τρία κομμάτια γαλακτομπούρεκο

γαλακτομπούρεκο ουδέτερο και γαλατομπούρεκο

  Μεταφράσεις επεξεργασία