↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλακτομπούρεκο τα γαλακτομπούρεκα
      γενική του γαλακτομπούρεκου των γαλακτομπούρεκων
    αιτιατική το γαλακτομπούρεκο τα γαλακτομπούρεκα
     κλητική γαλακτομπούρεκο γαλακτομπούρεκα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλακτομπούρεκο < (νόθο σύνθετο) γάλα + μπουρέκ(ι) + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣa.la.ktoˈbu.ɾe.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐λα‐κτο‐μπού‐ρε‐κο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
τρία κομμάτια γαλακτομπούρεκο

γαλακτομπούρεκο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία