γαλακτομπούρεκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χθεσινό γαλακτομπούρεκο < όρος που πρωτοεμφανίστηκε στην ελληνική γλώσσα στο Μαύρο Λιθάρι στις 8/9/2015
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαλακτομπούρεκο ουδέτερο και γαλατομπούρεκο
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαλακτομπούρεκο
|