↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπακλαβάς οι μπακλαβάδες
      γενική του μπακλαβά των μπακλαβάδων
    αιτιατική τον μπακλαβά τους μπακλαβάδες
     κλητική μπακλαβά μπακλαβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα κομμάτι μπακλαβά.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπακλαβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική baklava < πρωτοτουρκική

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.klaˈvas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐κλα‐βάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπακλαβάς αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία