↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχνιστός η αχνιστή το αχνιστό
      γενική του αχνιστού της αχνιστής του αχνιστού
    αιτιατική τον αχνιστό την αχνιστή το αχνιστό
     κλητική αχνιστέ αχνιστή αχνιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχνιστοί οι αχνιστές τα αχνιστά
      γενική των αχνιστών των αχνιστών των αχνιστών
    αιτιατική τους αχνιστούς τις αχνιστές τα αχνιστά
     κλητική αχνιστοί αχνιστές αχνιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχνιστός < αρχαία ελληνική ἀτμιστός

  Επίθετο

επεξεργασία

αχνιστός, -ή, -ό

  1. που αχνίζει, βγάζει αχνούς επειδή έχει υψηλή θερμοκρασία
    ※  Το ταψί έχει βγει από το φούρνο και περιμένει αχνιστό στο φορμάικα τραπέζι. Η κρεμώδης σάρκα του τρεμουλιάζει κάτω από το τραγανό φύλλο. Όμως δεν πρέπει να το αγγίξει κανείς. Ποιός κανείς; Ο μόνος κανείς εδώ είναι ο Τ. κι απαγορεύεται να φάει το γαλακτομπούρεκο. Πρέπει πρώτα να κρυώσει για να το κόψει η γυναίκα μ'ένα παλιό κουζινομάχαιρο. (Revue le courage n°2, Les salauds, εκδ. Grasset, 2016)
  2. που έχει μαγειρευτεί στον αχνό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία