Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουζινομάχαιρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κουζινομάχαιρ
ο
τα
κουζινομάχαιρ
α
γενική
του
κουζινομάχαιρ
ου
των
κουζινομάχαιρ
ων
αιτιατική
το
κουζινομάχαιρ
ο
τα
κουζινομάχαιρ
α
κλητική
κουζινομάχαιρ
ο
κουζινομάχαιρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κουζινομάχαιρα
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουζινομάχαιρο
<
κουζίνα
+
-ο-
+
μαχαίρι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουζινομάχαιρο
ουδέτερο
(
μεγάλο
και
κοφτερό
)
μαχαίρι
, που
συνήθως
χρησιμοποιείται στις
κουζίνες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουζινομάχαιρο
αγγλικά
:
kitchen knife
(en)
γερμανικά
:
Küchenmesser
(de)