πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουζινομάχαιρο τα κουζινομάχαιρα
      γενική του κουζινομάχαιρου των κουζινομάχαιρων
    αιτιατική το κουζινομάχαιρο τα κουζινομάχαιρα
     κλητική κουζινομάχαιρο κουζινομάχαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κουζινομάχαιρα

Ετυμολογία

επεξεργασία
κουζινομάχαιρο < κουζίνα + -ο- + μαχαίρι + -ο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουζινομάχαιρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία