oven
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
oven | ovens |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαoven (en)
- ο φούρνος, η συσκευή
- ↪ The food is cooked in the oven.
- Το φαγητό είναι μαγειρεμένο στον φούρνο.
- ↪ The food is cooked in the oven.
ενικός | πληθυντικός |
oven | ovens |
oven (en)