διπλοφουρνιστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διπλοφουρνιστός < διπλο- + φουρνιστός
Επίθετο
επεξεργασίαδιπλοφουρνιστός, -ή, -ό
- που έχει ψηθεί σε φούρνο δύο φορές
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διπλοφουρνιστός
|