Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουρνιστός η φουρνιστή το φουρνιστό
      γενική του φουρνιστού της φουρνιστής του φουρνιστού
    αιτιατική τον φουρνιστό τη φουρνιστή το φουρνιστό
     κλητική φουρνιστέ φουρνιστή φουρνιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουρνιστοί οι φουρνιστές τα φουρνιστά
      γενική των φουρνιστών των φουρνιστών των φουρνιστών
    αιτιατική τους φουρνιστούς τις φουρνιστές τα φουρνιστά
     κλητική φουρνιστοί φουρνιστές φουρνιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουρνιστός < φουρνίζ(ω) + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

φουρνιστός

  • κάτι που μαγειρεύτηκε ή θα μαγειρευτεί στο φούρνο, ψήθηκε, φουρνίστηκε
    Θα κάνω αρνάκι φουρνιστό.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία