Επίθετο

επεξεργασία

baked (en)

  1. ψημένος (στο φούρνο)
  2. (αργκό) για κάποιον που έχει καπνίσει πολλή μαριχουάνα

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

baked (en)