Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαριχουάνα οι μαριχουάνες
      γενική της μαριχουάνας
    αιτιατική τη μαριχουάνα τις μαριχουάνες
     κλητική μαριχουάνα μαριχουάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαριχουάνα < ισπανική marihuana

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαριχουάνα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία