• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τούφα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τούφα οι τούφες
      γενική της τούφας των (τουφών)
    αιτιατική την τούφα τις τούφες
     κλητική τούφα τούφες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τούφα < μεσαιωνική ελληνική τούφα < υστερολατινική tufa

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtu.fa/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τούφα θηλυκό

  1. το σύνολο τριχών
  2. η μάζα βαμβακιού ή μαλλιού προς γνέσιμο
    ≈ συνώνυμα: τουλούπα
  3. το πυκνό φύλλωμα σε κλαδί

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • τουφίτσα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τούφα
  • αγγλικά : quiff (en)(1), tuft (en)(1)
  • γαλλικά : touffe (fr), mèche (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τούφα&oldid=7115723"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 20:52

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 20:52.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας