γνέσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣne.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνέ‐σι‐μο
Ουσιαστικό επεξεργασία
γνέσιμο ουδέτερο
- η διαδικασία που εκφράζει το ρήμα γνέθω, η διαδικασία μετατροπής βαμβακιού ή μαλλιού σε νήμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γνέθω