Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνέθω < μεσαιωνική ελληνική γνέθω / νέθω < αρχαία ελληνική νέω + νήθω (συμφυρμός)

  Ρήμα επεξεργασία

γνέθω (παθητική φωνή: γνέθομαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία