γνέθω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γνέθω < μεσαιωνική ελληνική γνέθω / νέθω < αρχαία ελληνική νέω + νήθω (συμφυρμός)
Ρήμα
επεξεργασίαγνέθω (παθητική φωνή: γνέθομαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γνέθω | έγνεθα | θα γνέθω | να γνέθω | γνέθοντας | |
β' ενικ. | γνέθεις | έγνεθες | θα γνέθεις | να γνέθεις | γνέθε | |
γ' ενικ. | γνέθει | έγνεθε | θα γνέθει | να γνέθει | ||
α' πληθ. | γνέθουμε | γνέθαμε | θα γνέθουμε | να γνέθουμε | ||
β' πληθ. | γνέθετε | γνέθατε | θα γνέθετε | να γνέθετε | γνέθετε | |
γ' πληθ. | γνέθουν(ε) | έγνεθαν γνέθαν(ε) |
θα γνέθουν(ε) | να γνέθουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έγνεσα | θα γνέσω | να γνέσω | γνέσει | ||
β' ενικ. | έγνεσες | θα γνέσεις | να γνέσεις | γνέσε | ||
γ' ενικ. | έγνεσε | θα γνέσει | να γνέσει | |||
α' πληθ. | γνέσαμε | θα γνέσουμε | να γνέσουμε | |||
β' πληθ. | γνέσατε | θα γνέσετε | να γνέσετε | γνέστε | ||
γ' πληθ. | έγνεσαν γνέσαν(ε) |
θα γνέσουν(ε) | να γνέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γνέσει | είχα γνέσει | θα έχω γνέσει | να έχω γνέσει | ||
β' ενικ. | έχεις γνέσει | είχες γνέσει | θα έχεις γνέσει | να έχεις γνέσει | ||
γ' ενικ. | έχει γνέσει | είχε γνέσει | θα έχει γνέσει | να έχει γνέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γνέσει | είχαμε γνέσει | θα έχουμε γνέσει | να έχουμε γνέσει | ||
β' πληθ. | έχετε γνέσει | είχατε γνέσει | θα έχετε γνέσει | να έχετε γνέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γνέσει | είχαν γνέσει | θα έχουν γνέσει | να έχουν γνέσει |
|