ταλασιουργέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταλασιουργέω < ταλασιουργός
Ρήμα
επεξεργασίαταλασιουργέω - ταλασιουργῶ (συνηρημένο)
- κλώθω, γνέθω μαλλί ή βαμβάκι
- κατεργάζομαι μαλλιά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- το ρήμα ταλασιουργέω απαντάται μόνο στον ενεστώτα και μέλλοντα, και πολύ σπάνια σε άλλους χρόνους, συναντάται στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (3, 9, 11)