Ετυμολογία

επεξεργασία
ταλασιουργέω < ταλασιουργός

ταλασιουργέω - ταλασιουργῶ (συνηρημένο)

  1. κλώθω, γνέθω μαλλί ή βαμβάκι
  2. κατεργάζομαι μαλλιά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το ρήμα ταλασιουργέω απαντάται μόνο στον ενεστώτα και μέλλοντα, και πολύ σπάνια σε άλλους χρόνους, συναντάται στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (3, 9, 11)