Δείτε επίσης: Ξενοφῶν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ξενοφών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ξενοφῶν

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ξενοφών αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Ξενοφῶν)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία