Δείτε επίσης: Τουλούπα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουλούπα οι τουλούπες
      γενική της τουλούπας των τουλουπών
    αιτιατική την τουλούπα τις τουλούπες
     κλητική τουλούπα τουλούπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουλούπα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τολύπη [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τουλούπα θηλυκό

  1. άγνεστη τούφα από βαμβάκι ή μαλλί
    μια τουλούπα μαλλί
  2. κάτι που έχει σφαιρικό σχήμα και αραιή μάζα
    τουλούπες καπνού
    τουλούπα χιονιού

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

επώνυμα:

στα κυπριακά: → δείτε τη λέξη τουλούππα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία