• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τσιγαριλίκι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιγαριλίκι τα τσιγαριλίκια
      γενική του τσιγαριλικιού των τσιγαριλικιών
    αιτιατική το τσιγαριλίκι τα τσιγαριλίκια
     κλητική τσιγαριλίκι τσιγαριλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιγαριλίκι < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιγαριλίκι ουδέτερο

  • (αργκό) τσιγάρο με χασίς

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • μπάφος
  • γάρο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τσιγαριλίκι
  • αγγλικά : joint (en), spliff (en), doobie (en), doob (en)>
  • γαλλικά : joint (fr), bédo (fr), pétard (fr), pète (fr)
  • γερμανικά : Tüte (de), Joint (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τσιγαριλίκι&oldid=5702324"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Ιουνίου 2023, στις 00:24

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Ιουνίου 2023, στις 00:24.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας