Δείτε επίσης: Μπάφος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάφος οι μπάφοι
      γενική του μπάφου των μπάφων
    αιτιατική τον μπάφο τους μπάφους
     κλητική μπάφε μπάφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπάφος < (ηχομιμητική λέξη) (παφ / μπαφ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάφος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία