μπάφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπάφος | οι | μπάφοι |
γενική | του | μπάφου | των | μπάφων |
αιτιατική | τον | μπάφο | τους | μπάφους |
κλητική | μπάφε | μπάφοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπάφος < (ηχομιμητική λέξη) (παφ / μπαφ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπάφος αρσενικό
- (αργκό) το τσιγαριλίκι
- ※ «Δεν το πιστεύω! Αφεντικό, μου έφερες άνθη; Πολύ εκτιμώ τη χειρονομία σου. Σε πείραξε ο μπάφος, ε; Ψώνισα καλό πράμα!» (Μάρκος Κρητικός, Το μπλουζ της πεταλούδας, εκδ. Μεταίχμιο, 2021)
- ※ Τον παρατηρούσε πίσω από τον καπνό του μπάφου της, μάτια μισόκλειστα, ένα μάλλον νευρικό κούνημα του σχεδόν άδειου ποτηριού της, με τα παγάκια να χτυπούν στο κρύσταλλο (Αντώνης Γκόλτσος, Η αφιέρωση, εκδ. Μεταίχμιο, 2016)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπάφος
|