Ετυμολογία

επεξεργασία
bédo < verlan του daube

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /be.dɔ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bédo bédos

bédo (fr) αρσενικό

  1. (αργκό, οικείο) το χασίς
  2. (αργκό, οικείο) το τσιγαριλίκι

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία