daube
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
daube | daubes |
daube (fr) θηλυκό
- τρόπος ψησίματος ορισμένων κρεάτων σε κλειστό σκεύος
- (κατ’ επέκταση) το κρέας που μαγειρεύεται μ' αυτό τον τρόπο
- (οικείο) αντικείμενο ή εργασία κακής ποιότητας