Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαυράκι τα μαυράκια
      γενική
    αιτιατική το μαυράκι τα μαυράκια
     κλητική μαυράκι μαυράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαυράκι < μαύρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈvɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαυ‐ρά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαυράκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) για το μαύρος ή το μαύρο μικρό στίγμα σκούρου χρώματος
     συνώνυμα: μαυραδάκι
  2. παιδί της μαύρης φυλής
     συνώνυμα: αραπάκι
  3. (αργκό) το χασίς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία