διπυρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διπυρίτης < ελληνιστική κοινή διπυρίτης < αρχαία ελληνική δίπυρος < δι- + πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.piˈɾi.tis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιπυρίτης αρσενικό
- (λόγιο, γαστρονομία) η γαλέτα ή το παξιμάδι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διπυρίτης
|