Δείτε επίσης: διπύρηνος, δίπυρος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπυρίτος η διπυρίτη το διπυρίτο
      γενική του διπυρίτου της διπυρίτης του διπυρίτου
    αιτιατική τον διπυρίτο τη διπυρίτη το διπυρίτο
     κλητική διπυρίτε διπυρίτη διπυρίτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπυρίτοι οι διπυρίτες τα διπυρίτα
      γενική των διπυρίτων των διπυρίτων των διπυρίτων
    αιτιατική τους διπυρίτους τις διπυρίτες τα διπυρίτα
     κλητική διπυρίτοι διπυρίτες διπυρίτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διπυρίτης < ελληνιστική κοινή διπυρίτης < αρχαία ελληνική δίπυρος < δι- + πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.piˈɾi.tis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διπυρίτης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία