γαλέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλέτα | οι | γαλέτες |
γενική | της | γαλέτας | — | |
αιτιατική | τη | γαλέτα | τις | γαλέτες |
κλητική | γαλέτα | γαλέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαλέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική galeta < γαλλική galette < galet < παλαιά γαλλική gal (πέτρα, βράχος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλέτα θηλυκό
- (γαστρονομία) είδος ψωμιού υπερβολικά αφυδατωμένου και σκληρού που χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό
- (γαστρονομία) (κατ’ επέκταση) κάθε ψωμί που είναι ξερό
- (γαστρονομία) τριμμένη φρυγανιά που χρησιμοποιείται για το πανάρισμα τροφίμων πριν το τηγάνισμα