πανάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπανάρισμα ουδέτερο
- (γαστρονομία) η πράξη και το αποτέλεσμα του πανάρω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πανέ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πανάρισμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πανάρισμα
|