Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριμμένος η τριμμένη το τριμμένο
      γενική του τριμμένου της τριμμένης του τριμμένου
    αιτιατική τον τριμμένο την τριμμένη το τριμμένο
     κλητική τριμμένε τριμμένη τριμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριμμένοι οι τριμμένες τα τριμμένα
      γενική των τριμμένων των τριμμένων των τριμμένων
    αιτιατική τους τριμμένους τις τριμμένες τα τριμμένα
     κλητική τριμμένοι τριμμένες τριμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρίβω

  Μετοχή επεξεργασία

τριμμένος, -η, -ο

  • (για τρόφιμα) που έχει τριφτεί στον τρίφτη ώστε να μετατραπεί σε μικρά κομματάκια
τριμμένο τυρί για τα μακαρόνια

  Μεταφράσεις επεξεργασία