Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφυδατωμένος η αφυδατωμένη το αφυδατωμένο
      γενική του αφυδατωμένου της αφυδατωμένης του αφυδατωμένου
    αιτιατική τον αφυδατωμένο την αφυδατωμένη το αφυδατωμένο
     κλητική αφυδατωμένε αφυδατωμένη αφυδατωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφυδατωμένοι οι αφυδατωμένες τα αφυδατωμένα
      γενική των αφυδατωμένων των αφυδατωμένων των αφυδατωμένων
    αιτιατική τους αφυδατωμένους τις αφυδατωμένες τα αφυδατωμένα
     κλητική αφυδατωμένοι αφυδατωμένες αφυδατωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αφυδατωμένος




  Μεταφράσεις επεξεργασία