αφυδατώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφυδατώνω < αφ- (από αφαιρετικό) + ύδωρ (του ύδατος), επειδή ύδωρ δασύτονο, στο πολυτονικό. το π του από τρέπεται σε φ
Ρήμα
επεξεργασίααφυδατώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφυδατώνω | αφυδάτωνα | θα αφυδατώνω | να αφυδατώνω | αφυδατώνοντας | |
β' ενικ. | αφυδατώνεις | αφυδάτωνες | θα αφυδατώνεις | να αφυδατώνεις | αφυδάτωνε | |
γ' ενικ. | αφυδατώνει | αφυδάτωνε | θα αφυδατώνει | να αφυδατώνει | ||
α' πληθ. | αφυδατώνουμε | αφυδατώναμε | θα αφυδατώνουμε | να αφυδατώνουμε | ||
β' πληθ. | αφυδατώνετε | αφυδατώνατε | θα αφυδατώνετε | να αφυδατώνετε | αφυδατώνετε | |
γ' πληθ. | αφυδατώνουν(ε) | αφυδάτωναν αφυδατώναν(ε) |
θα αφυδατώνουν(ε) | να αφυδατώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφυδάτωσα | θα αφυδατώσω | να αφυδατώσω | αφυδατώσει | ||
β' ενικ. | αφυδάτωσες | θα αφυδατώσεις | να αφυδατώσεις | αφυδάτωσε | ||
γ' ενικ. | αφυδάτωσε | θα αφυδατώσει | να αφυδατώσει | |||
α' πληθ. | αφυδατώσαμε | θα αφυδατώσουμε | να αφυδατώσουμε | |||
β' πληθ. | αφυδατώσατε | θα αφυδατώσετε | να αφυδατώσετε | αφυδατώστε | ||
γ' πληθ. | αφυδάτωσαν αφυδατώσαν(ε) |
θα αφυδατώσουν(ε) | να αφυδατώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφυδατώσει | είχα αφυδατώσει | θα έχω αφυδατώσει | να έχω αφυδατώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφυδατώσει | είχες αφυδατώσει | θα έχεις αφυδατώσει | να έχεις αφυδατώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφυδατώσει | είχε αφυδατώσει | θα έχει αφυδατώσει | να έχει αφυδατώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφυδατώσει | είχαμε αφυδατώσει | θα έχουμε αφυδατώσει | να έχουμε αφυδατώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφυδατώσει | είχατε αφυδατώσει | θα έχετε αφυδατώσει | να έχετε αφυδατώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφυδατώσει | είχαν αφυδατώσει | θα έχουν αφυδατώσει | να έχουν αφυδατώσει |
|