Ετυμολογία

επεξεργασία
ενυδατώνω < εν- + (ελληνιστική κοινήὑδατόω / ὑδατῶ + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hydrater)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ni.ðaˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νυ‐δα‐τώ‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: εν‐υ‐δα‐τώ‐νω

ενυδατώνω, αόρ.: ενυδάτωσα, παθ.φωνή: ενυδατώνομαι, π.αόρ.: ενυδατώθηκα, μτχ.π.π.: ενυδατωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία