ενυδατωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενυδατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενυδατώνομαι
Μετοχή επεξεργασία
ενυδατωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ενυδατώνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενυδατωμένος
|
ενυδατωμένος, -η, -ο
|