αποστεγνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποστεγνώνω (παθητική φωνή: αποστεγνώνομαι)
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) κάνω κάτι τελείως στεγνό, αποξεραίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- αποστέγνωμα
- αποστεγνωμένος
- αποστέγνωση
- αποστεγνωτικός
- → δείτε τις λέξεις από, στεγνώνω και στεγνός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστεγνώνω | αποστέγνωνα | θα αποστεγνώνω | να αποστεγνώνω | αποστεγνώνοντας | |
β' ενικ. | αποστεγνώνεις | αποστέγνωνες | θα αποστεγνώνεις | να αποστεγνώνεις | αποστέγνωνε | |
γ' ενικ. | αποστεγνώνει | αποστέγνωνε | θα αποστεγνώνει | να αποστεγνώνει | ||
α' πληθ. | αποστεγνώνουμε | αποστεγνώναμε | θα αποστεγνώνουμε | να αποστεγνώνουμε | ||
β' πληθ. | αποστεγνώνετε | αποστεγνώνατε | θα αποστεγνώνετε | να αποστεγνώνετε | αποστεγνώνετε | |
γ' πληθ. | αποστεγνώνουν(ε) | αποστέγνωναν αποστεγνώναν(ε) |
θα αποστεγνώνουν(ε) | να αποστεγνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστέγνωσα | θα αποστεγνώσω | να αποστεγνώσω | αποστεγνώσει | ||
β' ενικ. | αποστέγνωσες | θα αποστεγνώσεις | να αποστεγνώσεις | αποστέγνωσε | ||
γ' ενικ. | αποστέγνωσε | θα αποστεγνώσει | να αποστεγνώσει | |||
α' πληθ. | αποστεγνώσαμε | θα αποστεγνώσουμε | να αποστεγνώσουμε | |||
β' πληθ. | αποστεγνώσατε | θα αποστεγνώσετε | να αποστεγνώσετε | αποστεγνώστε | ||
γ' πληθ. | αποστέγνωσαν αποστεγνώσαν(ε) |
θα αποστεγνώσουν(ε) | να αποστεγνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποστεγνώσει | είχα αποστεγνώσει | θα έχω αποστεγνώσει | να έχω αποστεγνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποστεγνώσει | είχες αποστεγνώσει | θα έχεις αποστεγνώσει | να έχεις αποστεγνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποστεγνώσει | είχε αποστεγνώσει | θα έχει αποστεγνώσει | να έχει αποστεγνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστεγνώσει | είχαμε αποστεγνώσει | θα έχουμε αποστεγνώσει | να έχουμε αποστεγνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποστεγνώσει | είχατε αποστεγνώσει | θα έχετε αποστεγνώσει | να έχετε αποστεγνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστεγνώσει | είχαν αποστεγνώσει | θα έχουν αποστεγνώσει | να έχουν αποστεγνώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστεγνώνομαι | αποστεγνωνόμουν(α) | θα αποστεγνώνομαι | να αποστεγνώνομαι | ||
β' ενικ. | αποστεγνώνεσαι | αποστεγνωνόσουν(α) | θα αποστεγνώνεσαι | να αποστεγνώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αποστεγνώνεται | αποστεγνωνόταν(ε) | θα αποστεγνώνεται | να αποστεγνώνεται | ||
α' πληθ. | αποστεγνωνόμαστε | αποστεγνωνόμαστε αποστεγνωνόμασταν |
θα αποστεγνωνόμαστε | να αποστεγνωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποστεγνώνεστε | αποστεγνωνόσαστε αποστεγνωνόσασταν |
θα αποστεγνώνεστε | να αποστεγνώνεστε | (αποστεγνώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποστεγνώνονται | αποστεγνώνονταν αποστεγνωνόντουσαν |
θα αποστεγνώνονται | να αποστεγνώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστεγνώθηκα | θα αποστεγνωθώ | να αποστεγνωθώ | αποστεγνωθεί | ||
β' ενικ. | αποστεγνώθηκες | θα αποστεγνωθείς | να αποστεγνωθείς | αποστεγνώσου | ||
γ' ενικ. | αποστεγνώθηκε | θα αποστεγνωθεί | να αποστεγνωθεί | |||
α' πληθ. | αποστεγνωθήκαμε | θα αποστεγνωθούμε | να αποστεγνωθούμε | |||
β' πληθ. | αποστεγνωθήκατε | θα αποστεγνωθείτε | να αποστεγνωθείτε | αποστεγνωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποστεγνώθηκαν αποστεγνωθήκαν(ε) |
θα αποστεγνωθούν(ε) | να αποστεγνωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποστεγνωθεί | είχα αποστεγνωθεί | θα έχω αποστεγνωθεί | να έχω αποστεγνωθεί | αποστεγνωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποστεγνωθεί | είχες αποστεγνωθεί | θα έχεις αποστεγνωθεί | να έχεις αποστεγνωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποστεγνωθεί | είχε αποστεγνωθεί | θα έχει αποστεγνωθεί | να έχει αποστεγνωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστεγνωθεί | είχαμε αποστεγνωθεί | θα έχουμε αποστεγνωθεί | να έχουμε αποστεγνωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποστεγνωθεί | είχατε αποστεγνωθεί | θα έχετε αποστεγνωθεί | να έχετε αποστεγνωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστεγνωθεί | είχαν αποστεγνωθεί | θα έχουν αποστεγνωθεί | να έχουν αποστεγνωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποστεγνωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποστεγνωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποστεγνωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποστεγνωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποστεγνωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποστεγνωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποστεγνωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποστεγνωμένοι |