αποστέγνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποστέγνωση | οι | αποστεγνώσεις |
γενική | της | αποστέγνωσης* | των | αποστεγνώσεων |
αιτιατική | την | αποστέγνωση | τις | αποστεγνώσεις |
κλητική | αποστέγνωση | αποστεγνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστεγνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποστέγνωση < αποστεγνώνω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποστέγνωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποστεγνώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποστέγνωση
|