Ετυμολογία

επεξεργασία
αποξεραίνω < αποξηραίνω (→ δείτε τη λέξη ξερός)

αποξεραίνω (παθητική φωνή: αποξεραίνομαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία