πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίπυρος η δίπυρος
& δίπυρη
το δίπυρο
      γενική του διπύρου
& δίπυρου
της διπύρου
& δίπυρης
του διπύρου
& δίπυρου
    αιτιατική τον δίπυρο τη δίπυρο
& δίπυρη
το δίπυρο
     κλητική δίπυρε δίπυρε
& δίπυρη
δίπυρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίπυροι οι δίπυροι
& δίπυρες
τα δίπυρα
      γενική των διπύρων
& δίπυρων
των διπύρων
& δίπυρων
των διπύρων
& δίπυρων
    αιτιατική τους διπύρους
& δίπυρους
τις διπύρους
& δίπυρες
τα δίπυρα
     κλητική δίπυροι δίπυροι
& δίπυρες
δίπυρα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
δίπυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίπυρος (με δύο φλόγες, ελληνστική σημασία: διπλοφουρνιστός) < δί- + πῦρ + -ος

δίπυρος, -ος\η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
δῐπῠρο-
ονομαστική / δίπυρος τὸ δίπυρον
      γενική τοῦ/τῆς διπύρου τοῦ διπύρου
      δοτική τῷ/τῇ διπύρ τῷ διπύρ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίπυρον τὸ δίπυρον
     κλητική ! δίπυρε δίπυρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίπυροι τὰ δίπυρ
      γενική τῶν διπύρων τῶν διπύρων
      δοτική τοῖς/ταῖς διπύροις τοῖς διπύροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διπύρους τὰ δίπυρ
     κλητική ! δίπυροι δίπυρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διπύρω τὼ διπύρω
      γεν-δοτ τοῖν διπύροιν τοῖν διπύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
δίπυρος < δί- + -πυρος (< πῦρ)
από το ουδέτερο δίπυρον νέα ελληνικά: δίπυρο (το ορυκτό)

δίπυρος, -ος, -ον

  1. που έχει διπλή φλόγα (για δαυλό, λαμπάδα)
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1361
    διπύρους ἀνέχουσα λαμπάδας
     δείτε και ἑπτάπυρος
  2. δυο φορές ψημένος, διπλοφουρνιστός
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w, 928a11
    οἱ δίπυροι ἄρτοι
     συνώνυμα: διπυρίτης  δείτε και έκφραση διπυρίτης ἄρτος
    και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό δίπυρος (ελληνιστική κοινή) ιδίως για γαλέτα, παξιμάδι
     δείτε και ὁλοπυρῖται (ἄρτοι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία