διπύρηνος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διπύρηνος < ελληνιστική κοινή διπύρηνος < αρχαία ελληνική δι- + πυρήν (πληροφορική: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική dualcore)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διπύρηνος, -η, -ο
- (βοτανική) που έχει δύο πυρήνες, δύο κουκούτσια
- (βιολογία) που έχει δύο (κυτταρικούς) πυρήνες
- (πληροφορική) που έχει δύο (επεξεργαστικούς) πυρήνες
Επεξεργασία
- απύρηνος
- οκταπύρηνος
- μονοπύρηνος
- πολυπύρηνος
- τετραπύρηνος
- → δείτε τις λέξεις δύο και πυρήνας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διπύρηνος