Δείτε επίσης: δίπυρος, διπυρίτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπύρηνος η διπύρηνη το διπύρηνο
      γενική του διπύρηνου της διπύρηνης του διπύρηνου
    αιτιατική τον διπύρηνο τη διπύρηνη το διπύρηνο
     κλητική διπύρηνε διπύρηνη διπύρηνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπύρηνοι οι διπύρηνες τα διπύρηνα
      γενική των διπύρηνων των διπύρηνων των διπύρηνων
    αιτιατική τους διπύρηνους τις διπύρηνες τα διπύρηνα
     κλητική διπύρηνοι διπύρηνες διπύρηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπύρηνος < ελληνιστική κοινή διπύρηνος < αρχαία ελληνική δι- + πυρήν (πληροφορική: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dualcore)

  Επίθετο επεξεργασία

διπύρηνος, -η, -ο

  1. (βοτανική) που έχει δύο πυρήνες, δύο κουκούτσια
  2. (βιολογία) που έχει δύο (κυτταρικούς) πυρήνες
  3. (πληροφορική) που έχει δύο (επεξεργαστικούς) πυρήνες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία