Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυτταρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κυτταρικ
ός
η
κυτταρικ
ή
το
κυτταρικ
ό
γενική
του
κυτταρικ
ού
της
κυτταρικ
ής
του
κυτταρικ
ού
αιτιατική
τον
κυτταρικ
ό
την
κυτταρικ
ή
το
κυτταρικ
ό
κλητική
κυτταρικ
έ
κυτταρικ
ή
κυτταρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κυτταρικ
οί
οι
κυτταρικ
ές
τα
κυτταρικ
ά
γενική
των
κυτταρικ
ών
των
κυτταρικ
ών
των
κυτταρικ
ών
αιτιατική
τους
κυτταρικ
ούς
τις
κυτταρικ
ές
τα
κυτταρικ
ά
κλητική
κυτταρικ
οί
κυτταρικ
ές
κυτταρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυτταρικός
<
κύτταρο
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ci.ta.riˈkos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
κυτ
‐
τα
‐
ρι
‐
κός
Επίθετο
επεξεργασία
κυτταρικός
, -ή, -ό
(
βιολογία
)
που έχει
σχέση
με το
κύτταρο
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη
λέξη
κύτταρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυτταρικός
αγγλικά
:
cellular
(en)
βρετονικά
:
клетъчен
(br)
(
kletǎčen
)
γαλλικά
:
cellulaire
(fr)
ισπανικά
:
celular
(es)
ιταλικά
:
cellulare
(it)
λατινικά
:
cellularis
(la)
πολωνικά
:
komórkowy
(pl)
,
komórki
(pl)
ρωσικά
:
клеточный
(ru)
(
kletočnyj
)