κυτταρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.ta.riˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυτ‐τα‐ρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίακυτταρικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κύτταρο
κυτταρικός, -ή, -ό