πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυτταρικός η κυτταρική το κυτταρικό
      γενική του κυτταρικού της κυτταρικής του κυτταρικού
    αιτιατική τον κυτταρικό την κυτταρική το κυτταρικό
     κλητική κυτταρικέ κυτταρική κυτταρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυτταρικοί οι κυτταρικές τα κυτταρικά
      γενική των κυτταρικών των κυτταρικών των κυτταρικών
    αιτιατική τους κυτταρικούς τις κυτταρικές τα κυτταρικά
     κλητική κυτταρικοί κυτταρικές κυτταρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
κυτταρικός < κύτταρο + -ικός
ΔΦΑ : /ci.ta.riˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυτταρικός

κυτταρικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία