forno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | forno | fornoj |
αιτιατική | fornon | fornojn |
forno (eo)
- ο φούρνος
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
forno | forni |
forno (it)
- ο φούρνος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
forno | fornos |
forno (pt) αρσενικό
- ο φούρνος