Δείτε επίσης: φούρνος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φοῦρνος οἱ φοῦρνοι
      γενική τοῦ φούρνου τῶν φούρνων
      δοτική τῷ φούρν τοῖς φούρνοις
    αιτιατική τὸν φοῦρνον τοὺς φούρνους
     κλητική ! φοῦρνε φοῦρνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φούρνω
γεν-δοτ τοῖν  φούρνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φοῦρνος < (άμεσο δάνειο) λατινική furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷʰer- (θερμός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φοῦρνος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα

επεξεργασία