ἰπνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἰπνός | οἱ | ἰπνοί |
γενική | τοῦ | ἰπνοῦ | τῶν | ἰπνῶν |
δοτική | τῷ | ἰπνῷ | τοῖς | ἰπνοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἰπνόν | τοὺς | ἰπνούς |
κλητική ὦ! | ἰπνέ | ἰπνοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰπνώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰπνοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἰπνός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἰπνός, -οῦ αρσενικό
- φούρνος, κλίβανος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 92η.2
- ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε.
- ο Περίανδρος φούρνισε τα ψωμιά σε κρύο φούρνο.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 139 (138-140)
- [ΒΔΕ.] οὐ περιδραμεῖται σφῷν ταχέως δεῦρ᾽ ἅτερος; | ὁ γὰρ πατὴρ εἰς τὸν ἰπνὸν ἐξελήλυθεν | καὶ μυσπολεῖ τι καταδεδυκώς.
- [ΒΔΕ.] Ένας απ᾽ τους δυο σας να κάμει εδώ το γύρο· | γιατί ο πατέρας μπήκε μες στο φούρνο | κι εκεί χωμένος τρέχει σαν ποντίκι.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΒΔΕ.] οὐ περιδραμεῖται σφῷν ταχέως δεῦρ᾽ ἅτερος; | ὁ γὰρ πατὴρ εἰς τὸν ἰπνὸν ἐξελήλυθεν | καὶ μυσπολεῖ τι καταδεδυκώς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 92η.2
- φανάρι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 841 (839-841)
- [ΤΡΥ.] ἀπὸ δείπνου τινὲς | τῶν πλουσίων οὗτοι βαδίζουσ᾽ ἀστέρων | ἰπνοὺς ἔχοντες, ἐν δὲ τοῖς ἰπνοῖσι πῦρ.
- [ΤΡΥ.] Αστέρες πλούσιοι, | που γυρίζουν από δείπνα | κρατώντας φαναράκια.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΤΡΥ.] ἀπὸ δείπνου τινὲς | τῶν πλουσίων οὗτοι βαδίζουσ᾽ ἀστέρων | ἰπνοὺς ἔχοντες, ἐν δὲ τοῖς ἰπνοῖσι πῦρ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 815
- ἀνὁ δ᾽ ἰπνὸς γέγον᾽ ἡμῖν ἐξαπίνης ἐλεφάντινος.
- Κι άξαφνα το φανάρι μας εγίνη φιλντισένιο.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ἀνὁ δ᾽ ἰπνὸς γέγον᾽ ἡμῖν ἐξαπίνης ἐλεφάντινος.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 841 (839-841)
- ο τόπος όπου βρίσκεται ο φούρνος, δηλαδή η κουζίνα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 837 (836-838)
- [ΣΩΣ.] οὐ γὰρ ὁ Λάβης ἀρτίως, | ὁ κύων, παρᾴξας εἰς τὸν ἰπνὸν ὑφαρπάσας | τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν;
- [ΣΩΣ.] Ο σκύλος μας ο Λάβης | πήδησε στην κουζίνα | κι έχαψε ένα σικελικό μεγάλο χλωροτύρι.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΣΩΣ.] οὐ γὰρ ὁ Λάβης ἀρτίως, | ὁ κύων, παρᾴξας εἰς τὸν ἰπνὸν ὑφαρπάσας | τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 837 (836-838)
- αποχωρητήριο, σωρός κοπριάς
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἰπνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰπνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.