ἰπνίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἰπνίτης | οἱ | ἰπνῖται |
γενική | τοῦ | ἰπνίτου | τῶν | ἰπνιτῶν |
δοτική | τῷ | ἰπνίτῃ | τοῖς | ἰπνίταις |
αιτιατική | τὸν | ἰπνίτην | τοὺς | ἰπνίτᾱς |
κλητική ὦ! | ἰπνῖτᾰ | ἰπνῖται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰπνίτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰπνίταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἰπνίτης, -ου αρσενικό
- (γαστρονομία) ψημένος σε φούρνο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta, 2.42, p. 540, @scaife.perseus
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 74 @scaife.perseus, @el.wikisource
- παρὰ δὲ τὰς ὀπτήσεις ὀνομάζεσθαι ἰπνίτην, οὗ μνημονεύειν Τιμοκλέα ἐν Ψευδολῃσταῖς οὕτως (II 465 K)·
καταμαθὼν δὲ κειμένην θερμὴν σκάφην
θερμῶν ἰπνιτῶν ἤσθιον.
- παρὰ δὲ τὰς ὀπτήσεις ὀνομάζεσθαι ἰπνίτην, οὗ μνημονεύειν Τιμοκλέα ἐν Ψευδολῃσταῖς οὕτως (II 465 K)·
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἰπνός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἰπνίτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰπνίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.