↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰπνίτης οἱ ἰπνῖται
      γενική τοῦ ἰπνίτου τῶν ἰπνιτῶν
      δοτική τῷ ἰπνίτ τοῖς ἰπνίταις
    αιτιατική τὸν ἰπνίτην τοὺς ἰπνίτᾱς
     κλητική ! ἰπνῖτ ἰπνῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰπνίτ
γεν-δοτ τοῖν  ἰπνίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰπνίτης < ἰπν(ός) + -ίτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰπνίτης, -ου αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία