ἐσχαρίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐσχαρίτης | οἱ | ἐσχαρῖται |
γενική | τοῦ | ἐσχαρίτου | τῶν | ἐσχαριτῶν |
δοτική | τῷ | ἐσχαρίτῃ | τοῖς | ἐσχαρίταις |
αιτιατική | τὸν | ἐσχαρίτην | τοὺς | ἐσχαρίτᾱς |
κλητική ὦ! | ἐσχαρῖτᾰ | ἐσχαρῖται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐσχαρίτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐσχαρίταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐσχαρίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐσχαρίτης, -ου αρσενικό
- (γαστρονομία) ψωμί ψημένο πάνω σε σχάρα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta, 2.42, p. 540, @scaife.perseus
- καὶ οἱ ἰπνῖται ἄρτοι τροφιμώτεροι τῶν ἐσχαριτῶν καὶ ὀβελιέων, διότι ἧσσον ἐκκαίονται ὑπὸ τοῦ πυρός.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Βασιλειών Β', 6.19
- καὶ διεμέρισε παντὶ τῷ λαῷ εἰς πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ Δὰν ἕως Βηρσαβεὲ καὶ ἀπό ἀνδρὸς ἕως γυναικός, ἑκάστῳ κολλυρίδα ἄρτου καὶ ἐσχαρίτην καὶ λάγανον ἀπὸ τηγάνου· καὶ ἀπῆλθε πᾶς ὁ λαὸς ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De diaeta, 2.42, p. 540, @scaife.perseus
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐσχαρίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.