↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐσχαρίτης οἱ ἐσχαρῖται
      γενική τοῦ ἐσχαρίτου τῶν ἐσχαριτῶν
      δοτική τῷ ἐσχαρίτ τοῖς ἐσχαρίταις
    αιτιατική τὸν ἐσχαρίτην τοὺς ἐσχαρίτᾱς
     κλητική ! ἐσχαρῖτ ἐσχαρῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐσχαρίτ
γεν-δοτ τοῖν  ἐσχαρίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐσχαρίτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐσχαρίτης, -ου αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία