↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουρνάρικο τα φουρνάρικα
      γενική του φουρνάρικου των φουρνάρικων
    αιτιατική το φουρνάρικο τα φουρνάρικα
     κλητική φουρνάρικο φουρνάρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φουρνάρικο < φούρναρ(ης) + -ικο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φουρνάρικο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία