ψωμάδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψωμάδικο | τα | ψωμάδικα |
γενική | του | ψωμάδικου | των | ψωμάδικων |
αιτιατική | το | ψωμάδικο | τα | ψωμάδικα |
κλητική | ψωμάδικο | ψωμάδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωμάδικο ουδέτερο
- το αρτοπωλείο (είτε αρτοποιείο είτε πρατήριο άρτου)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωμάδικο
→ δείτε τη λέξη αρτοπωλείο |