• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ψωμάδικο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψωμάδικο τα ψωμάδικα
      γενική του ψωμάδικου των ψωμάδικων
    αιτιατική το ψωμάδικο τα ψωμάδικα
     κλητική ψωμάδικο ψωμάδικα
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ψωμάδικο < ψωμί + -άδικο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ψωμάδικο ουδέτερο

  • το αρτοπωλείο (είτε αρτοποιείο είτε πρατήριο άρτου)

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • αρτοποιείο
  • φούρνος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ψωμάδικο

→ δείτε τη λέξη αρτοπωλείο

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ψωμάδικο&oldid=4866780"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 20:13

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 20:13.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie