αρτοπωλείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρτοπωλείο < άρτο(ς) + -ο- + -πωλείο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρτοπωλείο ουδέτερο
- κατάστημα που πουλάει ψωμί
αρτοπωλείο ουδέτερο