↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρτοπωλείο τα αρτοπωλεία
      γενική του αρτοπωλείου των αρτοπωλείων
    αιτιατική το αρτοπωλείο τα αρτοπωλεία
     κλητική αρτοπωλείο αρτοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρτοπωλείο < άρτο(ς) + -ο- + -πωλείο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρτοπωλείο ουδέτερο

  • κατάστημα που πουλάει ψωμί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία