Ετυμολογία

επεξεργασία

boulangerie < → δείτε τις λέξεις boulanger και -erie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bu.lɑ̃ʒ.ʁi/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
boulangerie boulangeries

boulangerie (fr) θηλυκό