φουρνόξυλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουρνόξυλο ουδέτερο
- ειδικό πεπλατυσμένο και λεπτό ξύλο με μακριά λαβή, με το οποίο ο φούρναρης / αρτοποιός φουρνίζει και ξεφουρνίζει τα ψωμιά ή τα φαγητά
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φουρνόξυλο
|