αρτοποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρτοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρτοποιός [1] (< ἄρτος + ποιέω), αναλύεται σε άρτο(ς) + -ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρτοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, επίσημο) ο φούρναρης / η φουρνάρισσα
Συγγενικά
επεξεργασία- Αρτοποιός (επώνυμο)
- αρτοποιείο
- αρτοποιία
→ δείτε και τη λέξη άρτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρτοποιός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αρτοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας