Δείτε επίσης: Αρτοποιός, ἀρτοποιός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αρτοποιός οι αρτοποιοί
      γενική του/της αρτοποιού των αρτοποιών
    αιτιατική τον/την αρτοποιό τους/τις αρτοποιούς
     κλητική αρτοποιέ αρτοποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρτοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 δείτε και τη λέξη άρτος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία