Δείτε επίσης: Αρτοποιός, ἀρτοποιός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αρτοποιός οι αρτοποιοί
      γενική του/της αρτοποιού των αρτοποιών
    αιτιατική τον/την αρτοποιό τους/τις αρτοποιούς
     κλητική αρτοποιέ αρτοποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρτοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρτοποιός [1] (< ἄρτος + ποιέω), αναλύεται σε άρτο(ς) + -ποιός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρτοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε και τη λέξη άρτος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία