Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φουρνόφτυαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φουρνόφτυαρ
ο
τα
φουρνόφτυαρ
α
γενική
του
φουρνόφτυαρ
ου
των
φουρνόφτυαρ
ων
αιτιατική
το
φουρνόφτυαρ
ο
τα
φουρνόφτυαρ
α
κλητική
φουρνόφτυαρ
ο
φουρνόφτυαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φουρνόφτυαρο
<
φούρνος
+
-ο-
+
φτυάρι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φουρνόφτυαρο
ουδέτερο
ειδικό
ξύλινο
φτυάρι
με μακριά
λαβή
, με το οποίο ο
φούρναρης
φουρνίζει
και
ξεφουρνίζει
τα
ψωμιά
Συνώνυμα
επεξεργασία
φουρνόξυλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φουρνόφτυαρο
→
δείτε
τη λέξη
φουρνόξυλο