Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουρναριό τα φουρναριά
      γενική του φουρναριού των φουρναριών
    αιτιατική το φουρναριό τα φουρναριά
     κλητική φουρναριό φουρναριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουρναριό < φουρν(ος) + -αριό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουρναριό ουδέτερο

  1. αποθήκη σιτηρών
  2. χώρος σε αγροικίες, ειδικός για το ζύμωμα και το φούρνισμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία