↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουρνέλο τα φουρνέλα
      γενική του φουρνέλου των φουρνέλων
    αιτιατική το φουρνέλο τα φουρνέλα
     κλητική φουρνέλο φουρνέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φουρνέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fornello < λατινική furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gwher

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φουρνέλο ουδέτερο

  1. η δυναμίτιδα ή άλλη εκρηκτική ύλη, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη ανοιγμάτων σε βραχώδη μέρη
  2. (κατ’ επέκταση) η τρύπα που ανοίγεται, για να τοποθετηθεί η εκρηκτική ύλη

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία