Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυναμιτίζω < δυναμίτιδα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

δυναμιτίζω (παθητική φωνή: δυναμιτίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία