δυναμιτιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυναμιτιστικός < δυναμιτιστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
δυναμιτιστικός
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που έχει σχέση με δυναμιτιστή ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις δυναμιτίζω και δύναμη
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυναμιτιστικός
|